- πέλυξ,-υκος
- ὁ N 3 0-0-2-0-0=2 Jer 23,29; Ez 9,2axe; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… … Dictionary of Greek
πελύκιον — τὸ, Α [πέλυξ, υκος] υποκορ. τού πέλυξ* … Dictionary of Greek